- ἐπαρτίζω
- ἐπαρτ-ίζω,A get ready, in [dialect] Ep. [tense] aor.
ἐπαρτίσσειεν A.R.1.1210
:—[voice] Med., c. inf., ib.877.II intr., fit in,ἐς τὸν μυκτῆρα Hp.Morb.2.33
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπαρτίσσειεν A.R.1.1210
:—[voice] Med., c. inf., ib.877.ἐς τὸν μυκτῆρα Hp.Morb.2.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαρτίζω — ἐπαρτίζω (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω 2. μέσ. επαρτίζομαι (με απρμφ.) ετοιμάζομαι 3. (αμτβ.) προσαρμόζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχίζω «κοσμώ, παρασκευάζω»] … Dictionary of Greek
ἐπαρτίσαι — ἐπαρτίζω get ready aor inf act ἐπαρτίσαῑ , ἐπαρτίζω get ready aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτίζειν — ἐπαρτίζω get ready pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτίζοντο — ἐπαρτίζω get ready imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτίσσειεν — ἐπαρτίζω get ready aor opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαρτύνω — ἐπαρτύνω (Α) 1. επαρτίζω*, ετοιμάζω, παρασκευάζω 2. μέσ. επαρτύνομαι παρασκευάζω για τον εαυτό μου … Dictionary of Greek
συνεπαρτίζω — A προπαρασκευάζω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπαρτίζω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»] … Dictionary of Greek